- σιδερίτης
- ο, Νβοτ.1. ποικιλία σταφυλιού που ωριμάζει αργότερα από τα άλλα είδη2. βλ. σιδερίτις.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σιδηρῖτις, ἡ, κατά τα αρσ. σε -ίτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδερίτης — ο 1. είδος σταφυλιού. 2. είδος φυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Sergitsi — Vorlage:Infobox Insel/Wartung/Bild fehlt Sergitsi (Σεργίτσι) Gewässer Mittelmeer Inselgruppe Nordägäische Inseln Geographische Lage … Deutsch Wikipedia
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
αθηνιώτικος — η, ο [αθηνιώτης] 1. ο αθηναϊκός* 2. το ουδ. ως ουσ. το αθηνιώτικο όψιμο, μεγαλόρωγο και χοντρόφλουδο σταφύλι, ο σιδερίτης … Dictionary of Greek
ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… … Dictionary of Greek
σιδερίτις — η, και σιδερίτης, ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες τής τάξης λαμιώδη, με 80 περίπου είδη που είναι ιθαγενή τής περιοχής τής Μεσογείου και τής Ανατολής, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή… … Dictionary of Greek